Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάβουρας
ουσιαστικό αρσενικό 1 zoologia granchio ~m~ 2 tecnologia chia`ve ~f~ ingle`se +++πηγαίνω σαν τον κάβούρα == andare a passo di lumaca | | fare come i gamberi καβουρίνα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [κάβουρας] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |