Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκάγ§κελα
ουσιαστικό ουδέτερο πληθυντικός cancella`ta ~f~, inferria`ta ~f~, ringhie`ra ~f~ πήδηξε τα κάγκελα και μπήκε στον κήπο == ha scavalcato la cancellata ed è entrato nel giardino | τα κάγκελα φυλακής == le inferriate, le sbarre di una prigione | τα κάγκελα του μπαλκονιού == la ringhiera di un balcone | τα κάγκελα της σκάλας == la ringhiera di una scala κάγ§κελο ουσιαστικό ουδέτερο sba`rra ~f~ di una cancella`ta permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπουτάνας το κάγκελο = un casino [αρσ.] pazzesco Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |