Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβγαδίζω
ρήμα αμετάβατο litiga`re, bisticcia`re, alterca`re έχει καβγαδίσει με όλους τούς γείτονες == ha litigato con tutti i vicini di casa | καβγαδίζούν για το τίποτα == litigano, bisticciano per un nonnulla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |