Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβαλάω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καβαλώ] καβαλώ ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 monta`re, cavalca`re 2 (fig) sottome`ttere, me`ttere i pie`di sul collo a qn δεν θα επιτρέψω να με καβαλήσει κανένας εμένα! == non permetto a nessuno di mettermi i piedi sul collo! 3 (fig) di animali monta`re, copri`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |