Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβαλικεύω
ρήμα αμετάβατο anda`re a cava`llo, cavalca`re καβαλικεύει από πέντε χρονών == cavalca, va a cavallo dall'età di cinque anni καβαλικεύω ρήμα μεταβατικό 1 monta`re a cava`llo, cavalca`re καβαλίκεψε βιαστικά το άλoγό του == è montato in fretta a cavallo 2 ((per estensione)) stare a cavalcio`ni, caνalca`re καβαλικεύω μια καρέκλα == mettersi a cavalcioni di una sedia | καβαλικεύω ένα τoιχαλάκι == mettersi a cavalcioni di un muretto 3 (fig) sottomettere, sopraffare, mettere i piedi sul collo a q no τον έχει καβαλικέψει η γυναίκα του == ormai la moglie gli ha messo i piedi sul collo καβαλκεύγω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καβαλικεύω] καβαλκεύω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καβαλικεύω] καβαλλικεύγω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καβαλικεύω] καβαλλικεύω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [καβαλικεύω] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |