Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβαλίκεμα
ουσιαστικό ουδέτερο 1 accavallame`nto ~m~ 2 accavallatu`ra ~f~ 3 cavalca`ta ~f~ 4 cavalcatu`ra ~f~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |