Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόκαβαλικευτά
επίρρημα a cavalcio`ni, a cava`llo κάθoμαι καβαλικευτά σε κάτι == stare a cavalcioni, a cavallo di qc permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |