Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

ζυμάρι {ζυμαρ-ιού... ζωγγραφιστός [επίθ.]
ζυμαρικό [ουσ ουδ.] ζωγή [θηλ.ουσ]
ζυμάση {χωρ. γεν.... ζωγραφιά, ζωγραφία [θηλ.ουσ]
ζυμέριν [ουσ ουδ.] ζωγραφίζω {ζωγράφισ-...
ζύμη {ζυμών} ζωγραφική [θηλ.ουσ]
ζυμομύκης [ουσ αρσ ] ζωγραφικός [επίθ.]
ζύμωμα {ζυμώμ-ατο... ζωγραφισμένος [επίθ.]
ζυμωμένος [επίθ.] ζωγραφιστός [επίθ.]
ζυμώμω [ρ. μτβ. και αμετβ.] ζωγράφος [ουσ αρσ και θηλ.]
ζυμώνω {ζύμω-σα, ... ζωγραφώ [-είς, -εί...
ζύμωση {-ης κ. -ώ... ζώδια [ουσ ουδ πληθ.]
ζυμωτήριο {ζυμωτηρί-... ζωδιακός [επίθ.]
ζυμωτής {ζυμωτριών... ζώδιο [ουσ ουδ.]
ζυμωτικός [επίθ.] ζωέμπορας [ουσ αρσ ]
ζυμωτός [επίθ.] ζωεμπορία {χωρ. πληθ...
ζυμώτρα {χωρ. γεν.... ζωεμπόριο [ουσ ουδ.]
ζυμώτρια {ζυμωτριών... ζωέμπορος [ουσ αρσ ]
Ζυρίχη [θηλ.ουσ] ζωερός [επίθ.]
Ζύχοι [ουσ αρσ πληθ.] ζωές [θηλ. ουσ πληθ.]
ζω (ζούσα, ε ... ζωή [θηλ.ουσ]
ζω (ζούσα, ε ... ζωηρά [επίρ.]
ζω [θηλ.ουσ] ζωηράδα [θηλ.ουσ]
ζωάκι {χωρ. γεν.... ζωηρεύω {ζωήρεψα} ...
ζωγγραφιά [θηλ.ουσ] ζωηρεύω {ζωήρεψα} ...
ζωγγραφίζω [ρ. μτβ. και αμετβ.] ζωηρός [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: