Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζγουραφιστός
επίθετο variante di [ζωγραφιστός] ζουγραφιστός επίθετο variante di [ζωγραφιστός] ζωγγραφιστός επίθετο variante di [ζωγραφιστός] ζωγραφιστός επίθετο 1 dipi`nto, disegna`to 2 (fig) molto bello ζωγραφιστά μάτια == occhi bellissimi 3 (fig) ide`ntico, ugua`le ζωγραφιστός o πατέρας σου είσαι == sei il ritratto di tuo padre, sei tutto tuo padre | ούτε ζωγραφιστό δε θέλω να τον δω == non lo voglio vedere neppure dipinto permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |