Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζιω
ουσιαστικό θηλυκό variante di [ζω] ζουή ουσιαστικό θηλυκό variante di [ζωή] ζω ουσιαστικό θηλυκό variante di [ζωή] ζωγή ουσιαστικό θηλυκό variante di [ζωή] ζωές ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός vite ~fp~, perso`ne ~fp~, e`sseri ~mp~ vive`nti θέρισε πολλές ζωές η επιδημία == l'epidemia ha mietuto molte vite ζωή ουσιαστικό θηλυκό 1 vita ~f~, esiste`nza ~f~ η επίγεια ζωή == vita terrena | η αιώνια ζωή == vita eterna | πέρασε όλη του τη ζωή στην αναπηρική καρέκλα == ha passato tutta la vita su una sedia a rotelle | μού διηγήθηκε τη ζωή του == mi raccontò la sua vita 2 vita ~f~, mondo ~m~ έφυγε απ' το σπίτι του για να γνωρίσει τη ζωή == se ne andò di casa per conoscere il mondo | δεν την ξέρεις ακόμα τη ζωή == non sai ancora com'è la vita 3 vita ~f~, modo ~m~ di vi`vere εργένικη ζωή == vita da scapolo | νυχτερινή ζωή == vita notturna 4 vita ~f~ η ζωή έχει ακριβύνει πολύ == la vita è diventata molto cara 5 durata vita ~f~ δεν έχει πολλή ζωή ακόμη αυτή η κυβέρνηση == questo governo avrà vita breve 6 (fig) vita, vigore, vitalità είναι γεμάτη ζωή == è piena di vita | περνάει ζωή χαρισάμενη == se la passa magnificamente, fa una vita da papa / pascià+++εφ' όρού ζωής == a vita, vita natural durante | κάνει τη ζωή της == fa la sua vita | η δύση της ζωής == il tramonto della vita | κάνει μεγάλη ζωή == se la passa da gran signore, fa una gran vita / una vita lussuosa | σκυλίσια ζωή == vita da cani a | στη ζωή μου! == sul mio onore!, sulla mia vita! | ζωή σ'εσάς == augurio di lunga vita rivolto ai parenti del defunto permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαπαραιτούμαι απ' τη ζωή = perdere la voglia di vivere Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |