Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζωνάρι
ουσιαστικό ουδέτερο ci`nghia ~f~, ci`ntola ~f~, fascia ~f~ (into`rno alla vita) έχει τo ζωνάρι του λυτό για καβγά == è sempre pronto ad attaccare briga permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |