Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζωντανεύω
ρήμα αμετάβατο ripre`ndersi, rianima`rsi μόλις πότισα το φυτό, ζωντάνεψε == la pianta si è ripresa appena l'ho annaffiata ζωντανεύω ρήμα μεταβατικό 1 vivifica`re, anima`re, rianima`re o ερχομός του γιου τον ζωντάνεψε == l'arrivo del figlio lo ha rianimato 2 (fig) far rivi`vere αυτό το μυθιστόρημα ζωντανεύει τον Τρωικό Πόλεμο == quel romanzo fa rivivere la guerra di Troia permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |