Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωντόβολο  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 ((popolare)) anima`le ~m~
2 (fig) di persona be`stia ~f~, che dorme in pie`di

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωντανώτερος ζωντοχήρα  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---