Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζώο
ουσιαστικό ουδέτερο 1 anima`le ~m~ o άνθρωπoς είναι ζώο λογικό == l'uomo è un animale ragionevole 2 anima`le ~m~, be`stia ~f~ άγρια ζώα == animali selvatici ~f~ κατοικίδια ζώα == animali domestici 3 (fig) be`stia ~f~, anima`le ~m~ συμπεριφέρθηκε σαν ζώο == si è comportato da bestia / come un animale permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |