Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζωοδότειρα
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ζωοδότης ^-η, ο^] ζωοδότης ουσιαστικό αρσενικό animato`re ~m~ ζωοδότρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ζωοδότης ^-η, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |