Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζώνω  
ρήμα μεταβατικό

1 ci`ngere έζωσε τo σπαθί του == cinse la spada
2 (fig) circonda`re, accerchia`re τoυς έζωσαν οι εχθρoί == i nemici li hanno circondati ~f~ με ζώνουν τα φίδια == sono molto preoccupato / allarmato / insospettito

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωντοχήρος, ζωντόχηρος ζώο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---