Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζώνη  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ζωστήρας cintu`ra ~f~, ci`nghia ~f~, cinta ~f~ δερμάτινη ζώνη == cintura di pelle | ζώνες ασφαλείας == cinture di sicurezza
2 zona ~f~ διακεκαυμένη ζώνη == zona torrida | ορεινή ζώνη == zona montuosa+++χτύπημα κάτω απ' τη ζώνη == colpo basso

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωνδανοχωριστός ζωντανά  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


η ζώνη ασφαλείας = cintura [θηλ.] di sicurezza || auto η απαγορευτική ζώνη = αυτοκίνητο zona [θηλ.] rimozione


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---