Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζωντάνεμα  
ουσιαστικό ουδέτερο

1 il ravviva`re ~m~, il vivifica`re ~m~
2 (fig ) il far rivi`vere

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζωντανά ζωντανεμένος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---