Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζγουραφιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ζωγραφιά]

ζωγγραφιά
ουσιαστικό θηλυκό

variante di [ζωγραφιά]

ζωγραφιά, ζωγραφία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 dipi`nto ~m~, pittu`ra ~f~
2 illustrazio`ne ~f~ παραμύθι με ζωγραφιές == un libro di favole con illustrazioni | είναι ζωγραφιά == sembra / pare dipinto

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζαχαρωτός ζγουραφίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---