GrecoItaliano


ζωγραφίζω  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

1 dipi`ngere ζωγραψίζω ένα πορτρέτο == dipingere un ritratto
2 illustra`re ζωγραφίζω ένα βιβλίο == illustrare un libro
3 disegna`re
4 (fig) dipi`ngere, descri`vere o μας ζωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα == ci ha dipinto la situazione a tinte fosche / nel modo più fosco

ζουγραφίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [ζωγραφίζω]

ζωγγραφίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [ζωγραφίζω]

ζγουραφίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

variante di [ζωγραφίζω]

permalink



Sfoglia il dizionario




{{ID:ZWGRAFIZW100}}
---CACHE---