Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζγουραφίζω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ζωγραφίζω] ζουγραφίζω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ζωγραφίζω] ζωγγραφίζω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο variante di [ζωγραφίζω] ζωγραφίζω ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 dipi`ngere ζωγραψίζω ένα πορτρέτο == dipingere un ritratto 2 illustra`re ζωγραφίζω ένα βιβλίο == illustrare un libro 3 disegna`re 4 (fig) dipi`ngere, descri`vere o μας ζωγράφισε την κατάσταση με τα μελανότερα χρώματα == ci ha dipinto la situazione a tinte fosche / nel modo più fosco permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |