Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζυμώνω
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο 1 impasta`re, fare la pasta / il pane 2 ((per estensione)) impastare ζυμώνω πηλό == impastare l'argilla permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |