Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόζυμωτής
ουσιαστικό αρσενικό 1 fermentato`re ~m~ 2 impastato`re ~m~ ζυμώτρα ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ζυμωτής ^-ή, ο^] ζυμώτρια ουσιαστικό θηλυκό femminile di [ζυμωτής ^-ή, ο^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |