Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


ζύμωση  
ουσιαστικό θηλυκό

1 impastatu`ra ~f~, impa`sto ~m~
2 chimica fermentazio`ne ~f~
3 (fig) ferme`nto ~m~, mano`vra ~f~, mane`ggio ~m~ επαναστατικές ζυμώσεις == fermenti rivoluzionari | προεκλογικές ζυμώσεις == manovre / maneggi preelettorali

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ζυμώνω ζυμωτήριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---