Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

εσείς [αντων.] εσπέρα {χωρ. πληθ...
εσένα [αντων.] εσπεράντο {άκλ.}
εσερτσιτάρω [ρ. μτβ.] εσπέρας {χωρ. πληθ...
εσθής [θηλ.ουσ] Εσπερία η (χωρίς π...
εσθήτα [θηλ.ουσ] εσπερίδα {-ας κ. -ί...
εσθία [θηλ.ουσ] Εσπερίδες [θηλ. ουσ πληθ.]
Εσθονή [θηλ.ουσ] εσπεριδοειδές {εσπεριδοε...
Εσθονία [θηλ.ουσ] εσπεριδοειδή [ουσ ουδ πληθ.]
Εσθονός [ουσ αρσ ] εσπερινός [επίθ.]
εσιάζω [ρ. μτβ.] Εσπερινός {χωρ. πληθ...
εσκαλόπ [ουσ ουδ.] έσπερος {εσπέρου |...
εσκεμμένα [επίρ.] εσπευσμένα [επίρ.]
εσκεμμένος [επίθ.] εσπευσμένος [επίθ.]
Εσκιμώα [θηλ.ουσ] εσπλαγχνιστικός [επίθ.]
Εσκιμώος [ουσ αρσ ] εσπλαγχνοσύνη [θηλ.ουσ]
εσμός {χωρ. πληθ... εσπλαχνία, εσπλαχνιά [θηλ.ουσ]
έσοδα [ουσ ουδ πληθ.] έσπλαχνος [επίθ.]
εσοδεία {εσοδειών} έσσω [επίρ.]
εσοδεύω [ρ. μτβ.] έσσωπος [ουσ αρσ ]
εσόδημα [ουσ ουδ.] εστεμμένος [επίθ.]
εσοδιάζω [ρ. μτβ.] εστεμμένος [ουσ αρσ ]
έσοδο {εσόδ-ου |... εστέρας [ουσ αρσ ]
έσοδος [θηλ.ουσ] εστεροποίηση [θηλ.ουσ]
εσοχή [θηλ.ουσ] εστεροποιώ [ρ. μτβ.]
εσπειραμένος [επίθ.] εστία {εστιών}

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: