Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεσθία
ουσιαστικό θηλυκό variante di [εστία] εστία ουσιαστικό θηλυκό 1 focola`re 2 ((per estensione)) focola`re ~m~ dome`stico, tetto ~m~, casa ~f~, fami`glia ~f~ επέστρεψε στην εστία του == ha fatto ritorno al focolare domestico 3 epice`ntro ~m~ η εστία του σεισμού == l'epicentro del terremoto 4 di cucina pia`stra ~f~, forne`llo ~m~ 5 geometria fisica fuo`co ~m~ 6 meccanica focola`re ~m~ 7 sport porta ~f~, rete ~f~ 8 ((figurato)) culla ~f~, luo`go ~m~ di ori`gine e di svilu`ppo η εστία του πoλιτισμού == la culla della civiltà 9 ((figurato)) focola`io ~m~, radi`ce ~f~, fonte ~f~, punto ~m~ di ori`gine e di espansio`ne εστία μoλύνσεων == focolaio di infezione | η εστία του κακoύ == la radice / fonte del male Ιστία ουσιαστικό θηλυκό variante di [Εστία] permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαη φοιτητική εστία = casa [θηλ.] dello studente Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |