Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έστω  
επίρρημα

1 putaca`so
2 se
3 dato e non conce`sso

εστώ  
ρήμα απρόσωπο

terza perso`na ~f~ singola`re dell'imperati`vo del verbo [ειμί] (essere): sia, sia pure, va bene έστω, αφού τo θέλεις == e va bene, se proprio lo vuoi! | έστω και == sia pure | έστω κι αν == anche se…, seppure…, se anche

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εστιόμετρο εσύ  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---