Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


εστιάτορας  
ουσιαστικό αρσενικό

proprieta`rio ~m~ / gesto`re ~m~ di ristora`nte, ristorato`re ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εστιασμένος εστιατόριο  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---