Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόεστεμμένος
επίθετο 1 participio passato del verbo [στέφω] 2 incorona`to εστεμμένος ουσιαστικό αρσενικό testa ~f~ corona`ta, sovra`no ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |