Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόΕσθονή
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [Εσθονός ^-ού, ο^] Εσθονός ουσιαστικό αρσενικό abita`nte ~mf~ dell'Esto`nia, e`stone ~mf~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |