Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


έσοδο  
ουσιαστικό ουδέτερο

entra`ta ~f~, prove`nto ~m~, intro`ito ~m~ μηνιαία έσοδα == entrate mensili τo | βιβλίο εσόδων εξόδων == il regi`stro delle entra`te e delle usci`te

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  εσοδιάζω έσοδος  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


economia τα έσοδα = οικονομία le entrate [θηλ. πλυθ.]


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---