Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

απίκου [επίρ.] απλειστηρίαστος [επίθ.]
απιοειδής {απιοειδ-ο... απλέρωτα [επίρ.]
απιονίζω [ρ. μτβ.] άπλετος [επίθ.]
απιονισμός [ουσ αρσ ] απλήγωτος [επίθ.]
απιονιστής [ουσ αρσ ] άπληρος, (raro) απληρός [επίθ.]
άπιοτος [επίθ.] απληροφόρητος [επίθ.]
Άπις ο gen Άπη ... απλήρωτος [επίθ.]
άπιστα [επίρ.] απλησίαστος [επίθ.]
απίστευτα [επίρ.] άπληστα [επίρ.]
απίστευτο! [επιφ.] απληστία {χωρ. πληθ...
απίστευτος [επίθ.] άπληστος [επίθ.]
άπιστη [θηλ.ουσ] απλοειδής {απλοειδ-ο...
απιστία, (raro) απιστιά {απιστιών} απλοϊκά [επίρ.]
άπιστος [επίθ.] απλοϊκός [επίθ.]
απιστώ (απίστησα)... απλοϊκός [ουσ αρσ ]
απισχναίνομαι aor απισχν... απλοϊκότατος [επίθ.]
απίσχνανση {-ης κ. -ά... απλοϊκότερος [επίθ.]
απίσχνανσις [θηλ.ουσ] απλοϊκότητα [θηλ.ουσ]
απισχνασμένος [επίθ.] απλοϊκώτατος [επίθ.]
άπλα {χωρ. γεν.... απλοϊκώτερος [επίθ.]
απλά [επίρ.] απλοποιημένος [επίθ.]
απλανής {απλαν-ούς... απλοποίηση [-εις] {-η...
απλασία {απλασιών} απλοποιητικός [επίθ.]
απλαστικός [επίθ.] απλοποιώ (απλοποί-η...
άπλαστος [επίθ.] απλός {απλούστ-ε...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: