Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπίσχνανση
ουσιαστικό θηλυκό 1 emaciamento 2 emaciazione 3 snellimento 4 sveltimento απίσχνανσις ουσιαστικό θηλυκό forma arcaica di [απίσχνανση ^-ης, η^] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |