Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόάπιστη
ουσιαστικό θηλυκό femminile di [άπιστος ^-ης, η^] άπιστος επίθετο 1 religione miscrede`nte; infede`le 2 i`nfido; slea`le άπιστος φίλος==amico sleale 3 coniuge infede`le; tradito`re permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |