Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απίστευτος  
επίθετο

1 incredi`bile; non credi`bile
2 sorprende`nte; straordina`rio; incredi`bile απίστευτη καλοσύνη==gentilezza incredibile

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απίστευτο! άπιστη  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---