Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


άπλα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 spa`zio ~m~ ape`rto; diste`sa ~f~ η άπλα της θάλασσας==la distesa del mare
2 spa`zio ~m~; posto ~m~ τα παιδιά θέλουν άπλα για να παίζουν==i ragazzi hanno bisogno di spazio per giocare/το σπίτι μας έχει άπλα==a casa nostra c'è molto spazio

απλά  
επίρρημα

sempliceme`nte; in manie`ra se`mplice ντύνομαι απλά==vestire semplicemente | ζω απλά==vivere semplicemente

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απισχνασμένος απλανής  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---