Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


απλήρωτος  
επίθετο

1 carica, ufficio vaca`nte; privo del titola`re απλήρωτη πανεπιστημιακή έδρα==cattedra vacante
2 non paga`to; insolu`to; in sospe`so απλήρωτος λογαριασμός==conto non pagato | απλήρωτο γραμμάτιο==cambiale insoluta
3 che non è stato paga`to, retribui`to

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  απληροφόρητος απλησίαστος  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---