Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπλοϊκός
επίθετο 1 persona semplicio`tto απλοϊκός άνθρωπος==persona sempliciotta 2 semplici`stico απλοϊκή ερμηνεία ενός φαινομένου==interpretazione semplicistica di un fenomeno απλοϊκός ουσιαστικό αρσενικό semplicio`tto ~m~ απλοϊκότατος επίθετο superlativo di [απλοϊκός] απλοϊκότερος επίθετο comparativo di [απλοϊκός] απλοϊκώτατος επίθετο superlativo di [απλοϊκός] απλοϊκώτερος επίθετο comparativo di [απλοϊκός] permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |