Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόαπλησίαστος
επίθετο 1 inaccessi`bile; inavvicina`bile; irraggiungi`bile έξοδο απλησίαστο για τον πολύ κόσμο==spesa inaccessibile ai più | απλησίαστος ρεκόρ==record irraggiungibile | απλησίαστες τιμές==prezzi proibitivi, inaccostabili 2 persona inaccosta`bile; inavvicina`bile; inabborda`bile permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |