Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

δημοφιλέστερος [επίθ.] διαβασμένος [επίθ.]
δημοφιλής {δημοφιλ-ο... διαβατάρικος [επίθ.]
δημοψήφισμα {δημοψηφίσ... διαβατάρισσα [θηλ.ουσ]
δημωδέστατος [επίθ.] διαβατήριο {διαβατηρί...
δημωδέστερος [επίθ.] διαβάτης {διαβατών}
δημώδης {δημώδ-ους... διαβατικός [επίθ.]
δηνάριο {δηναρί-ου... διαβάτισσα {δύσχρ. δι...
δηώ [ρ. μτβ.] διαβατός [επίθ.]
δήωση [θηλ.ουσ] διαβατότητα [θηλ.ουσ]
δήωσις [θηλ.ουσ] διαβεβαιωμένος [επίθ.]
δια [πρόθ.] διαβεβαιών [επίθ.]
διάβα [ουσ ουδ.] διαβεβαιώνω {διαβεβαίω...
διαβάζω {διάβασ-α,... διαβεβαίωση {-ης κ. -ώ...
διαβαθμήσιμος [επίθ.] διαβεβαιωτικός [επίθ.]
διαβαθμίζομαι [ρ. παθ.] διαβεβλημένος [επίθ.]
διαβαθμίζω {διαβάθμισ... διάβημα {διαβήμ-ατ...
διαβάθμιση [-εις] διαβήτης {διαβητών}
διαβαθμισμένος [επίθ.] διαβητικός [επίθ.]
διαβαίνω {διάβηκα (... διαβιβάζομαι [ρ. παθ.]
διαβαίνω {διάβηκα (... διαβιβάζω {διαβίβασ-...
διαβαλκανικός [επίθ.] διαβίβαση {-ης κ. -ά...
διαβάλλω Ρ πρτ. διέ... διαβιβάσιμος [επίθ.]
διάβασε! [επιφ.] διαβιβασιμότητα [θηλ.ουσ]
διάβαση {-ης κ. -ά... διαβιβασμένος [επίθ.]
διάβασμα [ουσ ουδ.] διαβιβαστής {διαβιβαστ...

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: