Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

βασικότητα [θηλ.ουσ] βασιλοκτονία [θηλ.ουσ]
βασικώτατος [επίθ.] βασιλοκτόνος [επίθ.]
βασικώτερος [επίθ.] βασιλομήτωρ {βασιλομήτ...
βασιλέας [ουσ αρσ ] βασιλόπιτα {δύσχρ. βα...
βασιλεία {βασιλειών... βασιλοπούλα {χωρ. γεν....
βασίλειο {βασιλεί-ο... βασιλόπουλο [ουσ ουδ.]
βασίλεμα [ουσ ουδ.] βασιλόφρονας [ουσ αρσ ]
βασιλεμένος [επίθ.] βασιλόφρων {βασιλόφρ-...
βασιλευόμενος [επίθ.] βάσιμος [επίθ.]
βασιλεύς {βασιλέως} βασιμότατος [επίθ.]
βασιλεύω {βασίλε-ψα... βασιμότερος [επίθ.]
βασιλεύων [επίθ.] βασιμότητα [θηλ.ουσ]
βασιλιάς {βασιλιάδε... βασιμώτατος [επίθ.]
βασιλικά [επίρ.] βασιμώτερος [επίθ.]
βασιλική [θηλ.ουσ] βάσις [θηλ.ουσ]
βασιλικός [επίθ.] βασισμένος [επίθ.]
βασιλικός{1} {βασιλικοί... βασκαίνω {βάσκα-να,...
βασιλικός{2} {βασιλικοί... βάσκαμα {βασκάμ -α...
βασιλικότατος [επίθ.] βασκανία {χωρ. πληθ...
βασιλικότερος [επίθ.] βάσκανος [επίθ.]
βασιλικώτατος [επίθ.] βασκάνω [ρ. μτβ.]
βασιλικώτερος [επίθ.] βασκικός [επίθ.]
βασιλίσκος [ουσ αρσ ] Βάσκος [ουσ αρσ ]
βασίλισσα {βασιλισσώ... βάσταγμα [ουσ ουδ.]
βασιλοκόρη {χωρ. γεν.... βασταγμένος [επίθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: