Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


Περιηγηθείτε στο λεξικό

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

διάγγελος {διαγγέλ-ο... διάγω {παρατ. δι...
διαγεγραμμένος [επίθ.] διαγωγή {χωρ. πληθ...
διαγένεσις [θηλ.ουσ] διαγώνια [επίρ.]
διαγιγνώσκω {διέγνωσ-α... διαγωνίζομαι {διαγωνίστ...
διαγκωνίζομαι {διαγκωνίσ... διαγωνιζόμενος [ουσ αρσ ]
διάγνωση {-ης κ. -ώ... διαγώνιος [επίθ.]
διάγνωσις [θηλ.ουσ] διαγώνιος {διαγωνί-ο...
διαγνωστική [θηλ.ουσ] διαγώνισμα {διαγωνίσμ...
διαγνωστικός [επίθ.] διαγωνισμός [ουσ αρσ ]
διαγουμίζω {διαγούμισ... διαγωνίως [επίρ.]
διαγούμισμα [ουσ ουδ.] διαδεδομένος [επίθ.]
διαγουμισμένος [επίθ.] διαδέχομαι {διαδέχθηκ...
διαγουμιστής [ουσ αρσ ] διαδηλωμένος [επίθ.]
διάγραμμα {διαγράμμ-... διαδηλώνω {διαδήλω-σ...
διαγραμματικά [επίρ.] διαδήλωση {-ης κ. -ώ...
διαγραμματικός [επίθ.] διαδηλωτής [ουσ αρσ ]
διαγραμματογράφος [ουσ αρσ ] διαδηλώτρια {διαδηλωτρ...
διαγραμμάτωση [θηλ.ουσ] διάδημα {διαδήμ-ατ...
διαγραμμένος [επίθ.] διαδίδεται [ρ. απρ.]
διαγραμμίζω {διαγράμμι... διαδίδομαι Ρ αόρ. διέ...
διαγράμμιση {-ης κ. -ί... διαδίδω {διέδωσα, ...
διαγραμμισμένος [επίθ.] διαδίδων [επίθ.]
διαγραφή {διέγρα-ψα... διαδικασία {διαδικασι...
διαγράφομαι Ρ αόρ. διέ... διαδικαστικός [επίθ.]
διαγράφω Ρ αόρ. διέ... διάδικοι [ουσ αρσ πληθ.]

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από: