Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαδικασία  
ουσιαστικό θηλυκό

1 ((figurato)) procedu`ra ~f~ η διαδικασία για να βγάλεις βίζα είναι χρονοβόρα==la procedura per ottenere il visto è lunghissima
2 diritto proce`sso ~m~ έγιναν επεισόδια κατά τη διάρκεια της διαδικασίας==si sono avuti incidenti durante il processo
3 procedime`nto ~m~ συνοπτική διαδικασία==procedimenti sommari

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδίδων διαδικαστικός  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---