Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαδόσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός voci [fpl]; chia`cchiere [fpl] μην πιστεύεις τις διαδόσεις==non bisogna credere alle dicerie διάδοση ουσιαστικό θηλυκό 1 diffusio`ne ~f~; spargime`nto ~m~ διάδοση επιδημίας==diffusione di un'epidemia 2 diffusio`ne ~f~; divulgazio`ne ~f~ διάδοση νέων ιδεών==divulgazione di nuove idee permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαοι διαδόσεις [f.] = le dicerie [θηλ. πλυθ.] Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |