Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διάδοχοι
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

pronipo`ti ~mp~

διάδοχος  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

1 successo`re ~m~; erede ~m~
2 successo`re ~m~ al trono; pri`ncipe ~m~ eredita`rio
3 storia dia`doco ~m~

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαδοχικότητα διαδραματίζω  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---