Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαδραματίζω
ρήμα μεταβατικό svo`lgere un ruo`lo; pre`ndere parte a qualco`sa ο ρόλος που διαδραμάτισε στις συνομιλίες υπήρξε αποφασιστικός==il ruolo che ha svolto nelle trattative è stato decisivo permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |