Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαζευγμένη
ουσιαστικό θηλυκό 1 femminile di [διαζευγμένος ^-ου, ο^] 2 divorzia`ta ~f~; separa`ta ~f~ διαζευγμένος επίθετο 1 participio passato del verbo [διαζευγνύω] 2 divorzia`to; separa`to διαζευγμένος ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό divorzia`to ~m~; separa`to ~m~ permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω
|
Ën piemontèis |