Ιταλικό Λεξικό
Αρχική
λεξικό
Ελληνο-ιταλικό λεξικό
Ιταλο-ελληνικό λεξικό
Οδηγίες
Συντομογραφίες
Βιβλιογραφικές σημειώσεις
Πίνακα μετατροπής ελληνικών χαρακτήρων
Ιταλική γλώσσα και γραμματική
Ιταλική γραμματική
Ιταλοί ποιητές και συγγραφείς
Χρήση
Στείλ' το σ' ένα φίλο
Χάρτης Ιστότοπου
Ποιοι είμαστε
Πoλιτική απορρήτου
Όροι και προϋποθέσεις χρήσης
Φόρμα επικοινωνίας
Ελληνοιταλικό λεξικό
Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό
διαθερμία
ουσιαστικό θηλυκό
medicina
diatermi`a ~f~
permalink
Συνεχίζεται παρακάτω
<< διαθερμασμένος
διαθερμικός >>
Sfoglia il dizionario
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Ζ
Φ
Χ
Ψ
Ω
διαζύγιο
[ουσ ουδ.]
διάζωμα
{διαζώμ-ατ...
διαζωτυπία
[θηλ.ουσ]
διαθερμαίνω
(διαθέρμ-α...
διαθερμασμένος
[επίθ.]
διαθερμία
[θηλ.ουσ]
διαθερμικός
[επίθ.]
διαθέσεις
[-εις]
διάθεση
[-εις]
διαθέσιμα
[ουσ ουδ πληθ.]
διαθέσιμος
[επίθ.]
διαθεσιμότητα
[θηλ.ουσ]
διαθέτης
[ουσ αρσ ]
διαθέτρια
[θηλ.ουσ]
διαθέτω
{διέθεσα, ...
διαθήκη
{διαθηκών}
διάθλαση
{-ης κ. -ά...
διαθλασθείς
[επίθ.]
διαθλασιμετρία
[θηλ.ουσ]
διαθλασίμετρο
[ουσ ουδ.]
Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:
---CACHE---
ΟΙ ΙΣΤΟΤΟΠΟΙ ΜΑΣ
Dizionario italiano
Grammatica italiana
Verbi Italiani
Dizionario-latino
Dizionario greco antico
Dizionario francese
Dizionario inglese
Dizionario tedesco
Dizionario spagnolo
Dizionario greco moderno
Dizionario piemontese
Ricette di cucina
Vacanze in Grecia
En français
Dictionnaire Latin
Verbes italiens
In english
Latin Dictionary
Italian Verbs
In Deutsch
Italienische Verben
En español
Los verbos italianos
Em portugues
Os verbos italianos
По русски
Итальянские глаголы
Στα ελληνικά
Ιταλικό Λεξικό
Ën piemontèis
Dissionari piemontèis