Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαθέσεις
ουσιαστικό θηλυκό πληθυντικός intenzio`ni ~fp~ ήρθε με κακές διαθέσεις==è venuto con cattive intenzioni διάθεση ουσιαστικό θηλυκό 1 disposizio`ne ~f~; collocazio`ne ~f~ διάθεση επίπλων==disposizione dei mobili 2 disposizio`ne ~f~; disponibilità ~f~ το σπίτι μου είναι στη διάθεσή σου==la mia casa è a tua disposizione | είμαι τη διάθεσή σου==sono a tua disposizione | έχω στη διάθεσή μου==avere a disposizione 3 χρήματος investime`nto ~m~; impie`go ~m~ διάθεση χρηματικού ποσού==impiego di una somma 4 όρεξη vo`glia δεν έχω διάθεση να βγω απόψε==non ho voglia di uscire stasera 5 donazio`ne ~f~ διάθεση κληρονομιάς σε φιλανθρωπικά ιδρύματα==donazione di un'eredità a istituzioni filantropiche 6 umo`re ~m~ χαρούμενη διάθεση==l'essere di buon umore permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαστην διάθεσή σας = a vostra disposizione Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |