Ελληνοιταλικό λεξικό

  

Donazione
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικό


διαθεσιμότητα  
ουσιαστικό θηλυκό

1 disponibilità ~f~; l'e`ssere disponi`bile
2 sospensio`ne ~f~; eso`nero ~m~ tempora`neo dal servi`zio θέτω υπάλληλο σε διαθεσιμότητα==sospendere un impiegato

permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  διαθέσιμος διαθέτης  >>


Sfoglia il dizionario

Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω



Περιηγηθείτε στο Ελληνο-Ιταλικό Λεξικό από:

---CACHE---