Ελληνοιταλικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ιταλο-ελληνικό λεξικόδιαθήκη
ουσιαστικό θηλυκό 1 testame`nto ~m~ ((anche in senso figurato)) 2 religione Testame`nto ~m~ Παλαιά διαθήκη==l'Antico Testamento | Καινή διαθήκη==il Nuovo Testamento permalink
Sfoglia il dizionarioΑ Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Ζ Φ Χ Ψ Ω |
Ën piemontèis |